юркнуть - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

юркнуть - translation to πορτογαλικά


юркнуть      
sumir-se, ocultar-se, desaparecer , (быстро проскользнуть) correr , esgueirar-se
скользнуть      
(юркнуть) esgueirar-se
E ele começava já a remexer febrilmente na mesa com a mão esquerda para encontrar um projéctil qualquer enquanto a direita se agarrava à cadeira; mas o sub-oficial, lesto e rápido, passou para o outro lado da porta e desapareceu.      
- И он уже начал судорожно шарить левой рукой чего-нибудь на столе, а правой крепко вцепился в спинку стула, но дежурный быстро юркнул в дверь и исчез.

Ορισμός

юркнуть
сов. неперех.
Юрким движением скрыться куда-л.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για юркнуть
1. На миг остановившись, он торопится юркнуть в дверь центра.
2. И всегда готов убежать, юркнуть в какую-нибудь щель.
3. Но не потому, что хотят напасть, просто при малейшей опасности главное для них - юркнуть в щель.
4. Парня спасло то, что он был у стены и успел юркнуть под прилавок.
5. А в клетке должна быть норка, куда в случае опасности можно юркнуть.